Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Λευίτας — Λευίτᾱς , Λευίτης Levite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευίτας — λευίτᾱς , Λευίτης Levite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)